Η αρκούδα και ο λύκος.
του Γιάννη Περδίκη, Αρχιτέκτονα Μηχανικού.
Μια φορά κι έναν καιρό, σ' ένα πολύ μακρινό μέρος, κοντά σ' ένα μικρό χωριό, ήταν ένα μεγάλο και πυκνό δάσος γεμάτο ζωή. Βατράχια, χελώνες, σαύρες, φίδια, σκίουροι, νυφίτσες, αγριόγατες, λαγοί, πέρδικες, κοτσύφια, αετοί, τσαλαπετεινοί, ελάφια, αλεπούδες, λύκοι και αρκούδες. Πέρα από το δάσος, υπήρχε ένα μεγάλο λιβάδι που έβοσκαν τα πρόβατα και τα κατσίκια με τ' αρνάκια τους και τα κατσικάκια τους. Πού και πού είχε μερικούς θάμνους κι ένα αυλάκι με γάργαρο νερό, διέσχιζε το λιβάδι και πήγαινε σ' ένα μύλο κοντά στο χωριό. Πιο πέρα, δίπλα σε κάτι μεγάλους βράχους, ήταν η στάνη κι ο βοσκός με το γαϊδουράκι και τα σκυλιά του, που πρόσεχαν το κοπάδι.
Εκείνη τη χρονιά, ο χειμώνας ήρθε νωρίς στο δάσος. Έπιασε κρύο και η πρώτη πάχνη άρχισε ν' ασπρίζει τα ξέφωτα και τις κορυφές των δένδρων. Τα ζώα μαζεύτηκαν στις φωλιές τους. Στο λιβάδι, που ήταν πιο χαμηλά, είχε ακόμα λιακάδα. Ο λύκος τριγύριζε μάταια στο δάσος για να βρει κάτι να φάει. Θυμήθηκε την αρκούδα και ντουπ, ντουπ, ντουπ, πάει αμέσως στη σπηλιά της. Ε, ε, ε, αρκούδα ... έχεις τίποτα να φάω; Ξέρω ότι εσύ αποθηκεύεις ό,τι περισσεύει. Μου τέλειωσαν όλα, είπε η αρκούδα και κοίταξε πονηρά τον λύκο. Άφησέ με τώρα γιατί ετοιμάζομαι να κοιμηθώ και να ξυπνήσω την Άνοιξη, όπως ξέρεις. Καλά, αλλά πρώτα βοήθησέ με να βρω φαγητό και δεν θα χάσεις, είπε ο λύκος. Έμαθα από ένα φίδι που πηγαίνει σ' ένα αυλάκι έξω από το δάσος, για να πιει νερό, πως εκεί βόσκουν αρνάκια και κατσικάκια. Πάμε να πάρουμε μερικά; Και δεν πάμε; είπε η αρκούδα. Αλλά με μια συμφωνία: Θα πάρουμε μόνο από ένα. Εσύ ένα κατσικάκι κι εγώ ένα αρνάκι.
Και αφού συμφώνησαν, πήραν το μονοπάτι. Μπουπ μπουπ η αρκούδα, ντουπ ντουπ ντουπ ο λύκος. Ο αετός, που είχε τη φωλιά του έξω από τη σπηλιά της αρκούδας, τους άκουσε και χωρίς να χάσει καιρό, με τις μεγάλες του φτερούγες πέταξε πάνω απ' το δάσος και σε λίγη ώρα κατέβηκε δίπλα στον Μούργο, το μεγαλύτερο σκυλί της στάνης. "Το και το" του είπε. Ο Μούργος λέει τα κακά μαντάτα στ' άλλα τα σκυλιά, αυτά στο γαϊδουράκι κι αυτό γκαρίζοντας σκουντάει το βοσκό, που ήταν αραγμένος δίπλα του, στη σκιά ενός δένδρου κι έπαιζε με τη φλογέρα του. Σηκώνεται ο βοσκός και βλέπει το κακό που πλησιάζει. Δίνει εντολές στον Μούργο και μαζί με τ' άλλα τα σκυλιά, με κυκλικές κινήσεις, γαβ, γαβ, γαβ, γαβ, μαζεύουν το κοπάδι στη στάνη. Τώρα, αν τολμούν ας έλθουν από δω, είπε τότε ο βοσκός κρατώντας στα χέρια του την καραμπίνα.
Και τώρα, τι γίνεται; Πως θα σωθούν τ' αθώα πλασματάκια; ...
Αλλά εκεί ψηλά στον ουρανό, ένα άσπρο κι ένα μαύρο συννεφάκι, που παίζανε κρυφτούλι με τον ήλιο, είδαν τη σκηνή και θύμωσαν. Πρέπει να τα σώσουμε, είπαν και τα δυο με μια φωνή. Αμέσως απομακρύνθηκαν μεταξύ τους να πάρουν φόρα και φώναξαν και τ' άλλα σκόρπια σύννεφα. Και τότε σηκώθηκε ένας δυνατός αέρας, κι απ' τα πολλά τα σύννεφα σκοτείνιασε ο ουρανός. Και τη στιγμή που η αρκούδα και ο λύκος ήταν έτοιμοι ν' αρπάξουν το αρνάκι και το κατσικάκι, ενώθηκαν τα συννεφάκια μεταξύ τους. Το τι ακολούθησε, δεν λέγεται. Βροντές κι αστραπές ακούγονταν παντού και φώτιζαν το λιβάδι και το δάσος. Κι ο κεραυνός που πέφτει απ' τα συννεφάκια, χτυπάει το θάμνο κι αρπάζει φωτιά. Τρομάζουν τότε η αρκούδα κι ο λύκος και τρέχουν μουγκρίζοντας να κρυφτούν στο δάσος, μπουπ μπουπ, ντουπ ντουπ ντουπ, μπουπ μπουπ, ντουπ ντουπ ντουπ. Τρομάζουν το αρνάκι και το κατσικάκι και τρέχουν βελάζοντας να κρυφτούν στη στάνη, μπε μπε μπε, μπεκεκε μπεκεκε μπεκεκε.
Το αρνάκι και το κατσικάκι, από τότε, είχαν το νου τους και δεν απομακρύνονταν ποτέ πια από τ' άλλα ζώα. Η αρκούδα κάτι είχε κρυμμένο, έδωσε στον λύκο να φάει και πήγε για ύπνο. Η μπόρα κόπασε, αλλά ο καιρός είχε χαλάσει. Ο βοσκός μάζεψε με τα σκυλιά του το κοπάδι, συμμάζεψε τη στάνη, φόρτωσε τα πράγματα στο γαϊδουράκι και όλοι μαζί κατέβηκαν στο χωριό να ξεχειμωνιάσουν...
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
***
Πολύ καλό γλυκιά μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάρα πολυ μας άρεσε.Ευχαριστούμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάρα πολυ μας άρεσε.Ευχαριστούμε.
ΑπάντησηΔιαγραφή